- προστόμαχος
- Μέρος του πεπτικού σωλήνα των πτηνών. Επειδή τα πουλιά δεν έχουν δόντια, η τροφή περνάει αμάσητη από τον φάρυγγα και τον οισοφάγο στον πρόλοβο, όπου αρχίζει το πρώτο στάδιο της πέψης. Από εκεί η τροφή πηγαίνει σε ένα πρώτο στομάχι, τον π. ή αδενώδες στομάχι ή χυμογόνο κοιλία. Εκεί εμποτίζεται με γαστρικά υγρά και στη συνέχεια προωθείται στο κυρίως στομάχι.
* * *ο, Νανατ. διεύρυνση τού πεπτικού σωλήνα πριν από το σομάχι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + στόμαχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.